- εδωδιμοπώλης
- οπαντοπώλης, μπακάλης.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Παν. Ι. Χαλικιόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εδωδιμοπώλης — ο ο ιδιοκτήτης ή υπάλληλος εδωδιμοπωλείου (βλ. λ.), παντοπώλης, μπακάλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek